- χριστιανοσοσιαλιστής
- οο οπαδός του χριστιανοσοσιαλισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χριστιανοσοσιαλιστής — ο, θηλ. χριστιανοσοσιαλίστρια, Ν [χριστιανοσοσιαλισμός] οπαδός τού χριστιανοσοσιαλισμού … Dictionary of Greek
χριστιανοσοσιαλιστικός — ή, ό, Ν [χριστιανοσοσιαλιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χριστιανοσοσιαλιστή ή στον χριστιανοσοσιαλισμό … Dictionary of Greek